δραγματεύω

δραγματεύω
δραγμᾰτ-εύω,
A = δραγμεύω, Eust.1162.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δραγματεύω — (Μ) δραγμεύω …   Dictionary of Greek

  • δραγματεύειν — δραγματεύω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραγματεύοντες — δραγματεύω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραγατεύω — (Μ δραγατεύω) είμαι δραγάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παράγωγο τού δραγάτης που δεν μαρτυρείται στην αρχ. Ελληνική παρά μόνο ως β συνθετικό στον τ. αρχιδραγάτης, ο δε τ. δεργάτης είναι τής τσακωνικής διαλέκτου. Ασαφής παραμένει η σχέση τών τύπων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”