- δραγματεύω
- δραγμᾰτ-εύω,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δραγματεύω — (Μ) δραγμεύω … Dictionary of Greek
δραγματεύειν — δραγματεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραγματεύοντες — δραγματεύω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραγατεύω — (Μ δραγατεύω) είμαι δραγάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παράγωγο τού δραγάτης που δεν μαρτυρείται στην αρχ. Ελληνική παρά μόνο ως β συνθετικό στον τ. αρχιδραγάτης, ο δε τ. δεργάτης είναι τής τσακωνικής διαλέκτου. Ασαφής παραμένει η σχέση τών τύπων… … Dictionary of Greek